προβατοκομία

προβατοκομία
η, Ν
εκτροφή προβάτων, προβατοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβατοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προβατητικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβατο, προβατήσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατητική εκτροφή προβάτων, προβατοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. ητικός (πρβλ. οχλ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • προβατοτροφία — η, ΝΑ, [προβατοτρόφος] ιων. τ. προβατοτροφίη Α εκτροφή προβάτων νεοελλ. (ιδίως) η εκτροφή προβάτων με σκοπό την αναπαραγωγή, προβατοκομία …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Καλμουκία — (Kalmykia).Αυτόνομη δημοκρατία (76.100 τ. χλμ., 305.600 κάτ. το 2002) της Ρωσίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας και βρέχεται από την Κασπία θάλασσα. Πρωτεύουσα είναι η Ελίστα (103.300 κάτ. το 2000). Ο πληθυσμός της αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • Ουντμουρτία — (Udmurtia ή Udmurt Republic). Αυτόνομη Δημοκρατία της Ρωσίας (έκταση 42.100 τ. χλμ., 1 609 000 κάτ.). Βρίσκεται στην περιοχή πριν από τα Ουράλια, ανάμεσα στους ποταμούς Κάμα και Βιάτκα. Αν και ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων είναι Ρώσοι, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”